τετανικῶν

τετανικῶν
τετανικός
suffering from
fem gen pl
τετανικός
suffering from
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορθότονος — η, ο (Α ὀρθότονος, ον) (για λέξη) 1. αυτός που διατηρεί τον ορθό τόνο 2. αυτός που δεν υπόκειται σε έγκλιση τόνου νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ορθότονος ταυτόχρονη σύσπαση τών εκτεινόντων και τών καμπτήρων μυών με ευθειασμό τού σώματος κατά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”